Ενημερώσεις ανά θέμα
Εγγραφή στο Newsletter
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ AΡΧΕΙΟΥ
Η γαλλική κυβέρνηση κατέθεσε το σχέδιο προϋπολογισμού έτους 2025
Κατηγορίες κειμένου: | |
---|---|
Χώρα αναφοράς: | ΓΑΛΛΙΑ |
Ημερομηνία: | 15/10/2024 |
Έκδοση: | Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων |
Κείμενο: | Η γαλλική κυβέρνηση κατέθεσε στις 10 Οκτωβρίου τ.έ. το σχέδιο προϋπολογισμού για το έτος 2025 με το οποίο επιχειρείται μία πρωτοφανής για τα δεδομένα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας δημοσιονομική προσαρμογή. Σύμφωνα με το σχέδιο του νέου προϋπολογισμού, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διατηρηθεί σε επίπεδα ανάλογα με τα αντίστοιχα της περιόδου της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού, ήτοι στα 166,6 δισ. ευρώ, το διπλάσιο δηλαδή από το αντίστοιχο ποσό του 2019 (76 δισ. ευρώ). Συνολικά, οι δημόσιες δαπάνες εξακολουθούν να αυξάνονται αντιπροσωπεύοντας 1.699 δισ. ευρώ το επόμενο έτος, ήτοι αύξηση κατά 41 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2024. Εφόσον, όμως, υπολογίσουμε τον τρέχοντα πληθωρισμό, το ποσοστό της αύξησης περιορίζεται στο 0,7%. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους το 2025 εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 54,9 δισ. ευρώ, μία αύξηση κατά 4 δισ. σε σχέση με το 2024, ενώ το χρέος θα προσεγγίσει το 2025 το 115% του Α.Ε.Π. Οι εν λόγω δαπάνες θα ανέλθουν στα 69,6 δισ. ευρώ, ενώ για τα επόμενα έτη το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα αυξηθεί περαιτέρω από 1,9% του Α.Ε.Π. το 2023 σε 2,8% το 2027 και υπολογίζεται ότι θα φτάσει μέχρι το 3,5% το 2031 πριν αρχίσει μία σταδιακή καθοδική πορεία από το 2032. Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, η Γαλλία θα πρέπει να εκδώσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ομόλογα ύψους 300 εκατ. ευρώ το 2025. Πρόκειται για ύψος ρεκόρ αν συγκριθεί με τα αντίστοιχα ομόλογα που εξέδωσε για το τρέχον έτος και έφταναν τα 250 εκατ. ευρώ. Η δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξηθεί από 52,2 δισ. ευρώ το 2024 σε 54,9 δισ. ευρώ το 2025. Το επόμενο έτος η αύξηση κατά 15 δισ. των χρηματοδοτικών αναγκών της Γαλλίας οφείλεται -κατά κύριο λόγο- σε μεσοπρόθεσμα ληξιπρόθεσμα δάνεια ύψους 174,8 δισ. ευρώ το 2025. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, αυτός αναμένεται να μειωθεί στο 1,8% το επόμενο έτος, ενώ οι μισθοί θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 2,7%. Συνεπώς, η αγοραστική δύναμη θα βελτιωθεί κατά 0,8% το επόμενο έτος, μετά από αύξηση 2% το 2024. Η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης εκτιμάται ότι θα έχει δυσμενείς συνέπειες στην απασχόληση, αλλά θα συντελέσει πιθανότατα στην αύξηση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο. Το σχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει, μεταξύ άλλων, θεαματική αύξηση στη φορολογική επιβάρυνση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που εκτιμάται ότι θα αποφέρει πρόσθετα έσοδα 6 δισ. ευρώ, κάτι που αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο σφοδρών αντιδράσεων. Μεγάλο μέρος του βάρους της προσαρμογής θα επωμιστούν οι τοπικές και περιφερειακές κοινότητες, οι δαπάνες των οποίων θα περιοριστούν κατά 5 δισ. ευρώ, ενώ αντίστοιχα η αναβολή για ένα εξάμηνο της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων θα αποφέρει ανάλογο ποσό 5 δισ. ευρώ. Ο περιορισμός των κρατικών ενισχύσεων στο θεσμό της μαθητείας που είναι ιδιαίτερα επωφελής για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αποτελούσε ένα ταμπού για τον Πρόεδρο Macron θα συμβάλει, επίσης, στη μείωση των δαπανών, ενώ η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων θα είναι σχετικά περιορισμένη κατά 2.200 θέσεις εργασίας. Το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, ένα όργανο που συνδέεται με το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς Πρόεδρος αμφότερων είναι ο έμπειρος πολιτικός Pierre Moscovici, εξέδωσε ήδη τη γνωμοδότησή του για το σχέδιο προϋπολογισμού. Σύμφωνα με την εν λόγω γνωμοδότηση, η κατανομή μεταξύ περικοπών δημοσίων δαπανών και αύξησης φορολογίας δε θα αντιστοιχεί, όπως προέβλεπε η κυβέρνηση, σε 2/3 από περιορισμό των δαπανών και σε 1/3 από την αύξηση της φορολογίας, αλλά εκτιμάται ότι η αύξηση της φορολογίας θα φτάσει τα 30 δισ. ευρώ, το οποίο σημαίνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή κατανέμεται εξίσου μεταξύ μείωσης δημοσίων δαπανών και αύξησης φορολογικής επιβάρυνσης. Ειδικότερα, το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής εκτιμά ότι, ανάλογα με τη μεθοδολογία που επιλέγεται, τα έσοδα από φόρους αντιπροσωπεύουν όχι το 1/3, όπως διακηρύσσει η κυβέρνηση, αλλά περίπου το 50-70% του συνολικού ύψους της δημοσιονομικής προσαρμογής. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Ανώτατου Συμβουλίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως περικοπή δαπανών μέτρα που ανάγονται περισσότερο σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Σε κάθε περίπτωση, οι υποχρεωτικές κρατήσεις (άθροισμα φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), που είναι ήδη οι υψηλότερες στην Ευρώπη, υπολογίζεται ότι θα σημειώσουν περαιτέρω άνοδο φτάνοντας το 43,6% του Α.Ε.Π. το 2025. Σε ό,τι αφορά τις μειώσεις δαπανών, αυτές εκτιμάται ότι είναι –σε ορισμένες περιπτώσεις- αμφιλεγόμενες, αφού το ήμισυ περίπου των εν λόγω μειώσεων προέρχονται από μείωση των δαπανών λειτουργίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δαπανών των τοπικών και περιφερειακών κοινοτήτων τις οποίες, ωστόσο, η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να ελέγξει. Με βάση τα ανωτέρω δεν θεωρείται καθόλου βέβαιο ότι οι δημόσιες δαπάνες θα μειωθούν το 2025 στο 56,3% του Α.Ε.Π., όπως προβλέπει το σχέδιο προϋπολογισμού. Περαιτέρω, το Συμβούλιο χαρακτήρισε ως υπερβολικά αισιόδοξη την πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 1,1% για το επόμενο έτος εκτιμώντας ότι η δημοσιονομική λιτότητα θα επηρεάσει αναπόφευκτα και τις εξελίξεις των μακροοικονομικών μεγεθών. Όπως επισημαίνεται, η εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης 1,1% το 2025 δε θα είναι εύκολο να επιτευχθεί, αν λάβουμε υπόψη ότι η Γερμανία, ο πρώτος προμηθευτής και πελάτης της Γαλλίας, βρίσκεται ήδη σε ύφεση. Παράλληλα, η κυβέρνηση για να δικαιολογήσει την εκτίμηση για αύξηση του Α.Ε.Π. κατά 1,1% στηρίζεται σε μία σειρά ιδιαίτερα ευνοϊκών υποθέσεων, όπως η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών, η σημαντική ανάκαμψη των επενδύσεων και η αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών με παράλληλο περιορισμό της αποταμίευσης, που είχε φτάσει σήμερα σε υψηλά επίπεδα, καθώς και μία σταδιακή μεταστροφή της αγοράς ακινήτων λόγω και της μείωσης του κόστους των επιτοκίων. Οι συντάκτες του προϋπολογισμού θεωρούν ότι το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής δε θα μειώσει το ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π. περισσότερο από 0,1-0,2%. Από την πλευρά του, το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής εκτιμά ότι η υφεσιακή επίδραση των μέτρων λιτότητας και περιορισμού των δαπανών θα μειώσει το ρυθμό ανάπτυξης κατά 0,5-0,6%. Συνολικά τα προτεινόμενα μέτρα ισοδυναμούν με 2% περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Προβαίνοντας σε μία αναλυτικότερη παρουσίαση των προβλεπόμενων μέτρων επισημαίνονται τα ακόλουθα: Το σημαντικότερο μέτρο φορολογικής επιβάρυνσης που θα αποφέρει ποσό της τάξεως των 8 δισ. ευρώ το 2025 και 4 δισ. ευρώ το 2026 είναι η έκτακτη εισφορά για δύο έτη των επιχειρηματικών ομίλων που πραγματοποιούν κύκλο εργασιών άνω του 1 δισ. ευρώ. Η έκτακτη αυτή επιβάρυνση θα είναι 20,6% και 41,2% για ομίλους που πραγματοποιούν κύκλο εργασιών άνω των 1 δισ. και 3 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση αφορά 440 επιχειρηματικούς ομίλους και όχι 300, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί. Ανάλογο μέτρο εφαρμόζεται και για τις εφοπλιστικές εταιρείες που πραγματοποιούν κύκλο εργασιών άνω του 1 δισ. ευρώ, οι οποίες θα φορολογηθούν με βάση τη χωρητικότητα σε τόνους των πλοίων ιδιοκτησίας τους. Έσοδα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ θα αποφέρει η πρόσθετη φορολόγηση, που ήδη αναφέρθηκε, της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η αναστολή της μείωσης των εισφορών που βασίζονται στην προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων που θα αποφέρει 1,1 δισ. ευρώ, ενώ 0,5% θα αποφέρει η πρόσθετη φορολόγηση των εφοπλιστικών εταιρειών. Επίσης, θα φορολογηθεί η επαναγορά μετοχών από τις επιχειρήσεις που εκτιμάται ότι θα αποφέρει περίπου 200 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά στα νοικοκυριά, η κυβέρνηση στοχεύει να εξοικονομήσει από τα πλέον εύπορα νοικοκυριά ποσό της τάξεως των 5,7 δισ. ευρώ και θεωρεί ότι αυτό αποτελεί μέτρο που συμβάλλει στη φορολογική δικαιοσύνη. Επιπλέον, εκτιμάται ότι η αύξηση της φορολογίας στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα αποφέρει 3 δισ. ευρώ, η πρόσθετη φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων 2 δισ. ευρώ, ενώ προβλέπεται τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας. Για τα πλέον εύπορα νοικοκυριά προβλέπεται ένα επίπεδο φορολόγησης που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 20% του συνολικού εισοδήματος. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα 250.000 ευρώ για ένα άτομο ή 500.000 για ένα ζευγάρι θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετους φόρους για τα επόμενα τρία χρόνια. Το μέτρο αυτό θα αποφέρει ποσό της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Προβλέπεται, επίσης, φόρος αλληλεγγύης στις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων για το 2025, μέτρο που θεωρείται φυσιολογικό να επιβαρύνει τους φορολογούμενους που ταξιδεύουν αρκετά συχνά. Το εν λόγω μέτρο θα αποφέρει έσοδα 1 δισ. ευρώ, ενώ προβλέπεται και πρόσθετη φορολόγηση για κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, που με τη σειρά της θα αποφέρει πρόσθετα έσοδα 500 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ο ειδικός φόρος στα θεωρούμενα ως ρυπογόνα αυτοκίνητα θα αποφέρει 300 εκατ. ευρώ. Οι κρατικές ενισχύσεις για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων θα μειωθούν σημαντικά. Από τη μείωση αυτή αναμένεται εξοικονόμηση της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Σημαντικές περικοπές προβλέπονται, επίσης, στις επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις για επενδύσεις που συμβάλλουν στη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Οι περικοπές αυτές ανέρχονται σε 1,9 δισ. ευρώ. Περιορίζονται, επιπλέον, οι ενισχύσεις σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ανάλογες περικοπές προβλέπονται και στις ενισχύσεις σε επενδύσεις για ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών. Οι εν λόγω ενισχύσεις θα περιοριστούν στα 2,5 δισ. ευρώ. Σημαντική συμβολή στη δημοσιονομική προσαρμογή θα έχει και ο περιορισμός του ελλείμματος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Στόχος της κυβέρνησης είναι να περιορίσει το έλλειμμα στα 16 δισ. ευρώ το επόμενο έτος, έναντι 18 δισ. ευρώ το 2024. Ο στόχος αυτός θεωρείται δυσχερής, αν ληφθεί υπόψη η φυσική αύξηση των δαπανών λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της επίδρασης του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση στοχεύει, επίσης, να περιορίσει την αύξηση των δαπανών υγείας στο 2,8% του Α.Ε.Π. έναντι 3% το τρέχον έτος. Σχεδιάζεται, επιπλέον, ο περιορισμός των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης κατά 4 δισ. ευρώ. Μεταξύ των μέτρων που θα ληφθούν για το σκοπό αυτό, περιλαμβάνονται πρόσθετες επιβαρύνσεις των εργαστηρίων (laboratoires) και των φαρμακοβιομηχανιών, ενώ το Υπουργείο Οικονομικών στοχεύει να μειώσει τις δαπάνες κατά 1 δισ. ευρώ διαπραγματευόμενο με τις φαρμακοβιομηχανίες μειώσεις τιμών φαρμάκων που καλύπτονται από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Στη μείωση του ελλείμματος θα συμβάλουν, επίσης, οι ασφαλιστικές εταιρείες που παρέχουν συμπληρωματική ασφάλιση, τομέας από τον οποίο η κυβέρνηση σκοπεύει να εξοικονομήσει 1,1 δισ. ευρώ, ενώ εξοικονόμηση 900 εκατ. ευρώ προβλέπεται από την αποτροπή και καταπολέμηση των εξαπατήσεων από ασφαλισμένους εις βάρος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Παράλληλα, επιδιώκεται να επιτευχθούν 700 δισ. ευρώ μέσω του εξορθολογισμού και της βελτιστοποίησης των κρατικών προμηθειών των νοσοκομείων. Ένα σημαντικό μέτρο είναι και η αναβολή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων για ένα εξάμηνο η οποία θα επιτρέψει να εξοικονομηθούν 3,6 δισ. ευρώ. Το εν λόγω μέτρο αναμένεται να προκαλέσει ισχυρές αντιστάσεις και πολιτικές αντιδράσεις. Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η εξοικονόμηση 600 δισ. ευρώ θα προκύψει από τον περιορισμό της κάλυψης των δαπανών αποχής από την εργασία λόγω αναρρωτικών αδειών. Πολιτική της κυβέρνησης είναι, μέσω των ανωτέρω μέτρων, να επιτευχθεί μία σταδιακή ισορροπία των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το εν λόγω έλλειμμα θα επιδεινωθεί περαιτέρω παρά τα εν λόγω μέτρα φτάνοντας τα 20 δισ. ευρώ το 2028. Τα εν λόγω μέτρα χαρακτηρίζονται από την κυβέρνηση ως έκτακτα και προσωρινά. Ωστόσο, δεδομένου ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής θα διαρκέσει μέχρι το 2029 θεωρείται πιθανόν η εφαρμογή ορισμένων τουλάχιστον από τα μέτρα να παραταθεί τα επόμενα χρόνια. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Michel Barnier προετοιμάζεται να διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση -στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας για υπερβολικό έλλειμμα- ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επταετούς διάρκειας που αποσκοπεί στην επαναφορά κάτω από το όριο του 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος μέχρι το 2029. Ως προς τη διαδικασία ψήφισης, μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού η Βουλή και στη συνέχεια η Γερουσία και το Συνταγματικό Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνουν τον προϋπολογισμό μέσα σε μία συνταγματική προθεσμία εβδομήντα ημερών. Στην πρώτη φάση, που αφορά τα φορολογικά έσοδα, θα αρχίσει να εξετάζεται από την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου από τους βουλευτές που συμμετέχουν στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, 6 δισ. ευρώ προέρχονται συνολικά από φόρους στην τελική κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ο οποίος θα επιβαρύνει τα νοικοκυριά με 280 ευρώ μέσο όρο σε ετήσια βάση. Ορισμένοι αναλυτές διατυπώνουν φόβους για κίνδυνο έντονων πολιτικών αντιδράσεων, κοινωνικής αναταραχής, μαζικών διαδηλώσεων και δυναμικών αντιδράσεων από τα συνδικάτα, σε περίπτωση ψήφισης των μέτρων. Ειδικότερα, πολιτικές αντιδράσεις πρόκειται να προκαλέσουν μέτρα, όπως η μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων, η μείωση κατά 5 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού των τοπικών και περιφερειακών κοινοτήτων και η αύξηση των φόρων στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών. Σε ό,τι αφορά στις πολιτικές αντιδράσεις τόσο ο Εθνικός Συνασπισμός όσο και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο σχεδιάζουν να υποβάλουν τροπολογίες που θα οδηγήσουν σε ανατροπή ορισμένων από τα σημαντικότερα μέτρα του σχεδίου προϋπολογισμού. Από την πλευρά τους, οι βουλευτές που μετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό, ιδιαίτερα όσοι έχουν ως σημείο αναφοράς την πολιτική προσφοράς και μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους, του Προέδρου Macron την τελευταία επταετία, διαφωνούν ριζικά με την αύξηση των φόρων στις επιχειρήσεις, την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών και την εγκατάλειψη της μεταρρύθμισης του συστήματος των επιδομάτων ανεργίας. Η κυβέρνηση Barnier δεν αποκλείει, σε περίπτωση αδυναμίας ψήφισης των σημαντικότερων διατάξεων του προϋπολογισμού, την προσφυγή στο άρθρο 49,3 του Συντάγματος που επιτρέπει την υιοθέτηση χωρίς ψήφο του συνόλου του σχεδίου προϋπολογισμού με βάση ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, όπως άλλωστε συνέβη το 2023 και το 2024. Η κυβέρνηση, όπως εκτιμούν αναλυτές, θα μπορούσε, από την πλευρά της, να αποδεχθεί τροπολογίες υπό την προϋπόθεση ότι θα προταθούν μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος. Η συζήτηση στη Γερουσία θα είναι ίσως ευκολότερη δεδομένου ότι εκεί υπάρχει μια πλειοψηφία της κεντροδεξιάς η οποία και θα μπορούσε να επαναφέρει μέτρα και να αποσύρει τροπολογίες που προτάθηκαν κατά τη διαδικασία ψήφισης στη Βουλή. |